μικρόσιτος

English (LSJ)

μικρόσιτον, eating little, Hsch. and Suid. s.v. σικχός.

German (Pape)

[Seite 185] wenig essend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόσιτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὀλίγον, Ἡσύχ., Σουΐδ. ἐν λ. σικχός.

Greek Monolingual

μικρόσιτος, -ον) (Α)
αυτός που τρώει λίγο, ο λιτοδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -σίτος (< σῖτος), πρβλ. μετριόσιτος].