μικρύνω
English (LSJ)
or σμικρύνω,
A belittle, Demetr.Eloc.236.
2 make small, lessen, Dsc.Eup.1.154, Gal.18(1).77.
3 write with a short vowel, σμικρυνθέντος τοῦ ο Eust.68.1, cf. Zonar. s.v. ἔρον.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
1 rapetisser;
2 écrire avec un omicron.
Étymologie: μικρός.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρύνω: ἢ σμικρ-, [ῡ], κάμνω τι σμικρόν, ἐλαττώνω, Δημ. Φαλ. 236. 2) γράφω διὰ τοῦ ο (καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ ω), Εὐστ. 68. 1, Ζωναρ. Λεξ. 861.
Greek Monolingual
(ΑΜ μικρύνω) μικρός καθιστώ κάτι μικρό, μικραίνω
μσν.
γράφω μια λέξη με όμικρον και όχι με ωμέγα.