μικραίνω
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
Greek Monolingual
(Μ σμικραίνω και σμικρύνω) μικρός
1. καθιστώ κάτι μικρό ή μικρότερο σε σχέση με ό,τι ήταν πριν, ελαττώνω, μειώνω
2. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω («οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν»)
μσν.
1. υποτιμώ
2. συντομεύω
3. μτφ. υποβιβάζομαι κοινωνικά, ξεπέφτω
3. (το μέσ.) μικραίνομαι
μτφ. νιώθω μικρός, ασήμαντος.