μιλτεῖον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.