μνηματίτης

English (LSJ)

λόγος [ῑ], funeral oration, Choerob. in An.Ox.2.169, Eust.1673.45.

German (Pape)

[Seite 194] λόγος, ὁ, Gedächtnißrede, Suid., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μνημᾰτίτης: λόγος [ῑ], ὁ, ἐπιτάφιος λόγος, Εὐστ. 1673. 45, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 169.

Greek Monolingual

μνηματίτης, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μνηματίτης λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία
μσν.
φύλακας τύμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].