στυλ
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Greek Monolingual
και στιλ, το, Ν
άκλ.
1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος
2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ»)
3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό
4. φρ. «έχει στυλ»
μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. style < λατ. stilus «ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες πινακίδες». To -y- του γαλλ. τ. οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ελλ. στύλος].