μνημονευτέον

English (LSJ)

one must remember, Pl.R. 441d, Epicur.Ep.3p.62U., Gal.13.287.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μνημονεύω, δεῖ μνημονεύειν, Πλάτ. Πολ. 441D.

Greek Monotonic

μνημονευτέον: ρημ. επίθ., κάποιος που πρέπει να θυμόμαστε, σε Πλάτ.