η (Α μνημόνευσις)το να θυμάται ή να μνημονεύει κανείς κάτινεοελλ.μνεία, αναφορά, υπόμνησηαρχ.τελετή που γινόταν υπέρ της μνήμης προσώπου που είχε πεθάνει.