μνησίθεος

English (LSJ)

μνησίθεον,
A remembering God, freq. as pr. n., cf. Pl.Cra.394e.
II = ἄρκευθος, Ps.-Dsc.1.75.
2 = βούφθαλμον, Id.3.139.

German (Pape)

[Seite 195] Gottes eingedenk, s. nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

μνησίθεος: (ῐ) помнящий о богах, благочестивый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μνησίθεος: -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν Θεόν, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 394Ε.

Greek Monolingual

μνησίθεος -ον (Α)
1. αυτός που θυμάται τον θεό
2. το φυτό άρκευθος
3. το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τ. τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + θεός (πρβλ. ακουσίθεος)].