μοιρογραφία

English (LSJ)

ἡ, (μοῖρα 1.5) tabulation of degrees, Ptol.Tetr.47, Paul.Al.H.1.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Beschreibung der Teile, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρογρᾰφία: ἡ, περιγραφὴ μοιρῶν, Πτολεμ. Τετραβ. 47. ΙΙ. τὸ ἔργον τῆς Μοίρας, γραφούσης τὸ πεπρωμένον ἑνὶ ἑκάστῳ, Νικήτ. Βυζ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 105, σ. 764.

Greek Monolingual

μοιρογραφία, ἡ (ΑΜ)
μσν.
το έργο της Μοίρας, η οποία καταγράφει το πεπρωμένο καθενός
αρχ.
η κατάστρωση τών γεωγραφικών μοιρών σε πίνακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρογράφος (< μοῖρα + -γράφος)].