κατάστρωση

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάστρωσις) καταστρώννυμι
το στρώσιμο, η στρώση
νεοελλ.
μτφ.
1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία
2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη βλαστητική τους ιδιότητα, καθώς και αυτά που περιβάλλονται από σκληρό πυρήνα, στοιβάζονται, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία
αρχ.
καταγραφή, παρένθεση, παρεμβολή χωρίων ενός βιβλίου σε άλλο έργο για ενίσχυση όσων έχουν γραφεί ή για ερμηνεία.