Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάστρωση

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η (AM κατάστρωσις) καταστρώννυμι
το στρώσιμο, η στρώση
νεοελλ.
μτφ.
1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία
2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη βλαστητική τους ιδιότητα, καθώς και αυτά που περιβάλλονται από σκληρό πυρήνα, στοιβάζονται, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία
αρχ.
καταγραφή, παρένθεση, παρεμβολή χωρίων ενός βιβλίου σε άλλο έργο για ενίσχυση όσων έχουν γραφεί ή για ερμηνεία.