μοιρολάτρης
Greek Monolingual
ο θηλ. μοιρολάτρις και μοιρολάτρισσα
1. αυτός που υποτάσσεται στο πεπρωμένο και επαφίεται σε αυτό
2. αυτός που υπομένει χωρίς αντίδραση τις ατυχίες που του συμβαίνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης). Η λ. στον λόγιο τ. πληθ. μοιρολάτραι, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].