μολυβδοξύστης

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα μολυβιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ξύστης (< ξύω), πρβλ. ουρανοξύστης.