μολυβδοτήξ
English (LSJ)
ῆκος, ὁ, melter of lead, Theognost.Can.40: μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.291: μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid.
German (Pape)
[Seite 200] Blei schmelzend, Theogn. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοτήξ: -ῆκος, ὁ, ὁ τήκων μόλυβδον, Θεογνώστ. Καν. 40. 23· μολιβδ-, Χοιροβ. τ. 1, σ. 309, 11, Α. Β. 1399.
Greek Monolingual
μολυβδοτήξ, -ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, -ῆκος και μολιβδότηξ, -ηκος)
αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμοτήξ].