μολυβδόχρους

English (LSJ)

-ουν, contr. for μολυβδόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (ΑΜ μολυβδόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α και μολυβδόχρως, -ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χρους < -χροος < χρώς, -ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρόχρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + -χρως (< χρώς), πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως].