μονοβάμων

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,
A walking alone, E.Hyps.Fr.3(1).38 (lyr.).
2 μέτρον μ. metre of but one foot, Simm. 26.9.

German (Pape)

[Seite 202] ον, allein gehend, μέτρον, aus einem Fuße bestehend, Simm. ovum (XV, 27).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
t. de prosod. qui n'a qu'un pied.
Étymologie: μόνος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μονοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) содержащий только одну (стихотворную) стопу, одностопный (μέτρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ βαδίζων μόνος, μέτρον μ., ἑνὸς μόνου ποδός, Ἀνθ. Π. 15. 27.

Greek Monolingual

μονοβάμων, -ον (Α)
1. αυτός που βαδίζει μόνος
2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].

Greek Monotonic

μονοβάμων: [ᾱ], -ον (βῆμα), γεν. -ονος, αυτός που περπατάει μόνος· μέτρον μονοβάμον, μήκος ίσο με ενός μόνο ποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

μονο-βά¯μων, ον, βῆμα
walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.