μονογονία

Greek Monolingual

η μονόγονος
1. η γένεση ενός νεογνού σε κάθε τοκετό
2. (θιολ.) αγενής —δηλ. αφυλετική—, αναπαραγωγή, οπότε αποσπάται από το γονικό σώμα ένα τμήμα του και αναπτύσσεται μόνο του σε όμοιο οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγονος.