μονοετής

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους («μονοετές νήπιο»)
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους ή ζει μόνο ένα έτος (α. «μονοετής φοίτηση» β. «μονοετές φυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ετης (< ἔτος), πρβλ. δι-ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].