μονοκέρατος
German (Pape)
[Seite 203] einhörnig, Arist. H. A. 2, 1 Part. an. 3, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονοκέρατος, -ον)
(για τα ζώα) αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοκέρατον
(για γέφυρα) ενιαίο τόξο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Μονοκέρατοι
ονομασία μυθικού λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος)].
Russian (Dvoretsky)
μονοκέρᾰτος: Arst. = μονόκερως.