μονόχροιος
English (LSJ)
μονόχροιον, v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.
Greek Monolingual
μονόχροιος, -ον (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].