-ουν, contr. for μονόχροος.
μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, πολύχρους].
ουν, zusammengezogen aus μονόχροος.