μονόχρωμος

English (LSJ)

μονόχρωμον, v.l. for μονόχροος, Arist.GA755a4.

German (Pape)

[Seite 206] = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκόχρωμος, πολύχρωμος].

Russian (Dvoretsky)

μονόχρωμος: Arst. = μονόχρως.