μορφασμός

English (LSJ)

ὁ, gesticulation: hence, name of a dance in imitation of animals, Ath.14.629f, Poll.4.103.

German (Pape)

[Seite 208] ὁ, Abbildung, Darstellung, bes. durch Geberden, Gestikulation, nach Poll. 4, 103 ein Tanz, παντοδαπῶν ζῴων μίμησις, von Ath. XIV, 629 e unter die komischen Tänze gerechnet.

Greek (Liddell-Scott)

μορφασμός: ὁ, γελοία τις ὄρχησις καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἐμιμεῖτο παντοδαπὰ ζῷα, Ἀθήν. 626Ε, Πολυδ. Δ΄, 103.

Greek Monolingual

ο (Α μορφασμός) μορφάζω
νεοελλ.
η ενέργεια του μορφάζω, σύσπαση τών μυών του προσώπου, γκριμάτσα, στραβομουτσούνιασμα
αρχ.
1. κίνηση τών χεριών, χειρονομία
2. είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο ο χορευτής μιμούνταν κάθε είδους ζώα.