μορφοτροπία

Greek Monolingual

η
(κρυσταλλ.) φαινόμενο το οποίο αποκαλύπτει ορισμένες αναλογίες σε μια ή περισσότερες κρυσταλλικές παραμέτρους ουσιών με διαφορετική χημική σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphotropie (< μορφή + -τροπία < -τρόπος < τρέπω)].