μοσχάς

English (LSJ)

μοσχάδος, ἡ,
A heifer, Glossaria
II layer, sucker, μοσχάδες ἐλεῶν Jahresh.23 Beibl.93 (Pamphylia).

German (Pape)

[Seite 209] άδος, ἡ, junge Kuh, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχάς: -άδος, ἡ, δάμαλις, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μοσχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. δάμαλις
2. παραφυάδα, καταβολάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) «νεαρός βλαστός» (πρβλ. δορκάς)].