μουγγρί

Greek Monolingual

το
ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. του γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση του μουγγρίζω].