μουντός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μουντός, -ή, -όν)
θολός, θαμπός, σκοτεινός, σκουρόχρωμος («ο καιρός είναι μουντός σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυνδός «άφωνος, άλαλος», ενώ κατ' άλλη άποψη < σλαβ. monĭtŭ «σκοτεινός, θολός»].