μουρουνέλαιο
Greek Monolingual
μουρουνέλαιο και μουρουνόλαδο, το
(τεχνολ. τροφ.) ανοιχτοκίτρινο ιχθυέλαιο το οποίο λαμβάνεται από το ήπαρ της μουρούνας και άλλων συγγενικών ψαριών και αποτελεί αξιόλογη φυσική πηγή για τις βιταμίνες Α και D, δηλαδή τους αντιρραχητικούς και αυξητικούς παράγοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουρούνα + έλαιο].