ιχθυέλαιο

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

το
ζωικό έλαιο που λαμβάνεται μετά από κατεργασία μερών του σώματος ορισμένων ψαριών, ψαρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + έλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα].