μουσόδομος

English (LSJ)

μουσόδομον, built by song, of the walls of Thebes, AP9.250 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen, durch Musik gebau't, τείχη, Onest. 6 (IX, 250).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti au son de la musique.
Étymologie: μοῦσα, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

μουσόδομος: воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσόδομος: -ον, ὁ δι’ ᾀσμάτων οἰκοδομηθείς, ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Ἀνθ. Π. 9. 250.

Greek Monolingual

μουσόδομος, -ον (Α)
(για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος.

Greek Monotonic

μουσόδομος: -ον (δέμω), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσό-δομος, ον δέμω
built by song, of the walls of Thebes, Anth.