μπακαλιάρος

Greek Monolingual

ο
1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος
2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός
3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος του τοιχώματος ξύλινου πλοίου
4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. baccalare < ιταλ. baccalaro].