μπαρκάρισμα

Greek Monolingual

το
1. επιβίβαση σε πλοίο για εργασία ή για ταξίδι
2. φόρτωση εμπορευμάτων σε πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρκάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. τρακάρω: τρακάρισμα)].