το1. επιβίβαση σε πλοίο για εργασία ή για ταξίδι2. φόρτωση εμπορευμάτων σε πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρκάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. τρακάρω: τρακάρισμα)].