τρακάρισμα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σύγκρουση, πρόσκρουση
2. ξαφνική, αναπάντεχη συνάντηση
3. μτφ. συμπλοκή, τσακωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρακάρω. Η λ., στον πληθ. τρακαρίσματα, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].