μπαρκάρω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
(Μ μπαρκάρω και ἰμπαρκάρω)
1. επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο («μπαρκάρησα τον αδελφό μου για την Αμερική»)
2. επιβιβάζομαι σε πλοίο
νεοελλ.
1. φορτώνω εμπορεύματα σε πλοίο
2. επιβιβάζομαι σε πλοίο για να αναλάβω υπηρεσία, ναυτολογούμαι («μπαρκάρησε ως μούτσος σε παναμέζικο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. im-barcare].