το1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boluk «συντροφιά, λόχος»].