στίφος
Greek Monolingual
-ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α
1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.)
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα
2. τάξη 4.096 ελαφρώς οπλισμένων ανδρών
3. μτφ. πληθώρα, πλησμονή («στίφη αμαρτημάτων», Φίλ.)
4. φρ. «νεῶν στῑφος» — πυκνή παράταξη πλοίων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθανότατα στην ΙΕ ρίζα steib(h)- / stib(h)- «συμπυκνώνω, συσσωρεύω, συμπιέζω» του ρ. στείβω και εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῖ-, πιθ. εκφραστικό όπως και το παράγωγο στίβη «πρωινή δροσιά, πάχνη» του ρ. στείβω. Η λ. εμφανίζει επίσης δασύ ηχηρό σύμφωνο -φ- (πρβλ. και λιθουαν. stiebas «ιστός, στύλος», αρχ. ινδ. stibhi- «δέσμη, δεμάτι»), σε αντίθεση με τους περισσότερους τ. της οικογένειας, που εμφανίζουν μέσο ηχηρό -β- (βλ. λ. στείβω)].