μπουχτίζω

Greek Monolingual

1. (μτβ.) κάνω κάποιον να χορτάσει από μεγάλη ποσότητα τροφής
2. (αμτβ.) χορταίνω μέχρι αηδίας από μεγάλη ποσότητα φαγητού, καταλαμβάνομαι από κόρο
3. μτφ. αδυνατώ να ανεχθώ περισσότερο κάτι, βαριέμαι («μπούχτισα πια να σέ ακούω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. biktim, αόρ. του ρ. bikmak].