κόρο

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

το
1. ομάδα τραγουδιστών που εκτελούν μαζί μια μουσική φωνητική σύνθεση, χορωδία
2. η μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές
3. (στο θέατρο) ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coro].