ο (Μ μπούσουλας): ναυτική πυξίδανεοελλ.φρ. α) «πάω με τον μπούσουλα» — ενεργώ με περίσκεψηβ) «χάνω τον μπούσουλα» — πέφτω σε πλήρη σύγχυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola].