μπριγαντίνο

Greek Monolingual

και μπριγαντίνι, το
ναυτ. το ιστιοφόρο μπρίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brigantino < ιταλ. brigante «ληστής» < ιταλ. brigare «μάχομαι» < ιταλ. briga «πάλη, αγώνας»].