μπρίκι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Greek Monolingual
(I)
το
δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. πάρωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brig, συντμ. τ. του αγγλ. brigantine (βλ. μπριγαντίνο)].
(II)
το
1. μικρό μετάλλινο σκεύος με λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή του καφέ και άλλων αφεψημάτων
2. φρ. «μπρίκια κολλάμε τώρα;» λέγεται για κάτι αυτονόητα εύκολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ibrik].