μυΐτις
Greek Monolingual
μυΐτις, ἡ (Α)
θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. μυρμηκίτις, πεταλίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον].
μυΐτις, ἡ (Α)
θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. μυρμηκίτις, πεταλίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον].