μυγιάζομαι

Greek Monolingual

μύγα
1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π'όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.)
2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν πουν στρέφεται εναντίον μου («μυγιάζεται με το παραμικρό»).