μυελαυξής

English (LSJ)

μυελαυξές, increasing the marrow, τροφή Hsch.

German (Pape)

[Seite 213] ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.

Greek (Liddell-Scott)

μυελαυξής: -ές, ὁ αὐξάνων τὸν μυελόν, ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεοαυξής, πολυαυξής].