Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυζήθρα
Greek Monolingual
και μυτζήθρα, η (Μ μυζήθρα και μεζήθρα) γαλακτοκομικό τυροειδές προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από το υπόλοιπο του γάλακτος μετά την πήξη και την παραλαβή του τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. <ζυμήθρα, με αντιμετάθεση τών -ζ- και -μ-].