μυθολέσχης

English (LSJ)

μυθολέσχου, ὁ, mythologist, Eust.768.29.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθολόγος, Eust.

Greek Monolingual

μυθολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης, μετεωρο-λέσχης.