μυθολόγος
English (LSJ)
ὁ, teller of legends, romancer, joined with ποιητής, Pl. R. 392d, cf. 398b, Lg. 664d, Thphr. HP 4.13.2, LXX Ba. 3.23; used of Hdt. by Arist. GA 756b6. Adj. mythological, μνήμη Call. Aet. 3.1.55.
prating, Man. 4.445.
German (Pape)
[Seite 215] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ ποιητής, Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui compose des fables, mythologue.
Étymologie: μῦθος, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολόγος: II ὁ рассказчик мифов, сказочник, мифолог (μ. καὶ ποιητής Plat.).
мифический, сказочный (ᾠδαί Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μυθολόγος: ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, λάλος, Μανέθων 4. 445.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυθολόγος)
αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία
(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς
αρχ.
1. ως επίθ. μυθολογικός
2. φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λόγος].
Greek Monotonic
μῡθολόγος: ὁ (λέγω), αφηγητής θρυλικών ιστοριών, αφηγητής με τη γενική έννοια του όρου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μῡθο-λόγος, ὁ, λέγω
a teller of legends, romancer, Plat.