μυκητολόγος

Greek Monolingual

ο, η
ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycologist (< μύκης «μύκητας» + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].