μυλλάω

English (LSJ)

v. μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch.

Greek Monolingual

μυλλῶ, μυλλάω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκε
διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])].

Greek (Liddell-Scott)

μυλλάω: «μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

c. μυλλαίνω.