μυλούμαι
Greek Monolingual
μυλοῦμαι, -όομαι (Α)
(για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. του μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα του μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (πρβλ. μυλιῶ «τρίζω τα δόντια», μύλλω «συνουσιάζομαι με γυναίκα»)].